Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξεστρώνω (

  • 1 ξεστρώνω

    [ксэстроно] ρ. снимать покрывало, скатерть и т. д.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξεστρώνω

  • 2 с

    с (со ) 1) (при указании на содержимое) με; суп с рисом η σούπα με ρύζι; кофе с молоком о καφές με γάλα 2) в знач. союза "и" μαζί вы с нами пойдёте? θα ρθείτε μαζί μας, 3) (при указании срока, времени) από; с завтрашнего дня από αύριο; с месяц (тому назад ) εδώ και (или περίπου) ένα μήνα ◇ убрать со стола ξεστρώνω (или σηκώνω) το τραπέζι; с разрешения... με την άδεια...
    * * *
    = со

    суп с ри́сом — η σούπα με ρύζι

    ко́фе с молоко́м — ο καφές με γάλα

    2) в знач. союза и μαζί

    вы с ни́ми пойдёте? — θα ρθείτε μαζί μας

    3) (при указании срока, времени) από

    с за́втрашнего дня — από αύριο

    с ме́сяц (тому́ наза́д) — εδώ και ( или περίπου) ένα μήνα

    ••

    убра́ть со стола́ — ξεστρώνω ( или σηκώνω) το τραπέζι

    с разреше́ния... — με την άδεια…

    Русско-греческий словарь > с

См. также в других словарях:

  • ξεστρώνω — ξεστρώνω, ξέστρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεστρώνω — 1. βγάζω το στρώμα ή το επικάλυμμα («σήμερα ξέστρωσα το σαλόνι») 2. σηκώνω, παίρνω από το τραπέζι ό,τι έχει παρατεθεί για το γεύμα («ξέστρωσε το τραπέζι») 3. μτφ. επιπλήττω έντονα κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ξεστρώνω — ξέστρωσα, ξεστρώθηκα, ξεστρωμένος 1. βγάζω το στρώμα ή το κάλυμμα επίπλου: Ξέστρωσα τα κρεβάτια. 2. χαλνώ την τακτοποίηση: Ξεστρώσαμε την αυλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξέστρωμα — το [ξεστρώνω] 1. η αφαίρεση, το σήκωμα τών στρωμάτων, τών στρωσιδιών ή τών καλυμμάτων («το ξέστρωμα τών χαλιών») 2. μτφ. έντονη επίπληξη σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ξέστρωτος — η, ο [ξεστρώνω] 1. αυτός που δεν είναι στρωμένος, που δεν έχει στρωθεί, ξεστρωμένος, άστρωτος, χωρίς στρώμα, χωρίς στρωσίδι, χωρίς κάλυμμα 2. (για υποζύγια) αυτός που δεν έχει σαμάρι, ξεσαμάρωτος 3. φρ. «ξέστρωτος γάιδαρος» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ξέστρωμα — το, ατος η πράξη του ξεστρώνω, αφαίρεση στρωμάτων ή καλυμμάτων επίπλων: Ξέστρωμα του κρεβατιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»